- ἀείσιτος
- ἀεί-σι-τος, ον,A aiways fed: perpetual guest, Epich.34; at Athens, of those maintained at public cost in the Prytaneum (in form ἀϊσ-), IG22.678.42, 3.1019,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αείσιτος — ον (Α) αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα τής πολιτείας στο πρυτανείο «ὁ ἐφ ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + σιτος < σῖτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀεισιτία] … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αεισιτία — ἀεισιτία και ιων. ίη, η (Α) [ἀείσιτος] το προνόμιο να τρέφεται κανείς πάντοτε με έξοδα τής πολιτείας στο πρυτανείο … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek